μυθιστορηματικός

μυθιστορηματικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μυθιστόρημα ή αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά τού μυθιστορήματος («μυθιστορηματική περιπέτεια»)
2. αυτός που είναι πλαστός ή φανταστικός.
επίρρ...
μυθιστορηματικώς και -ά
με μυθιστορηματικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυθιστόρημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυθιστορηματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μυθιστόρημα: Μυθιστορηματικοί ήρωες. 2. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος: Η εμπειρία που έζησε ήταν μυθιστορηματική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …   Dictionary of Greek

  • Μόμπεργκ, Βίλελμ — (Vilhelm Moberg, Αλγκουτσμπόντα 1898 – Βέντε, Σουηδία 1973). Σουηδός συγγραφέας. Με το μυθιστόρημα Raskens (1927), το πρώτο ενδιαφέρον έργο του, ο Μ. έδειξε την ικανότητά του στην περιγραφή του περιβάλλοντος των χωρικών, τα προβλήματα των οποίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”